χρεόλυτρο

χρεόλυτρο
το
βλ. χρεολύσιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρεόλυτρο — το, Ν βλ. χρεώλυτρο …   Dictionary of Greek

  • χρεώλυτρο — και χρεόλυτρο, το, Ν (παλαιότερος τ.) το χρεωλύσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + λυτρο (< λύω/λύνω + επίθημα τρο*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”